-
1 κυριον
(ῡ) τό1) (тж. κ. τῆς πολιτείας Arst.) государственная власть2) закон(τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια Soph.)
3) власть, господство(κύρια ἔχειν τινός Aesch.)
4) решающий час(ὅτε τὸ κ. μόλῃ Aesch.)
См. также в других словарях:
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek